ἄρατε

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄρατε

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἄρατε προστ. Ἤπ. Πελοπν. ἄρατε - πύλατε Πελοπν. (Λακων.) ἄρατα-πύλατα Ἤπ. Ρόδ. ἄρατι-πύρατι Στερελλ. (Ἀκαρναν.)

Ετυμολογία

Ἀρχ. προστ. τοῦ ρ. αἴρω ἐκ τῆς συχνάκις ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ ἀκουομένης ρήσεως τῶν Ψαλμ. 23,7 «ἄρατε πύλας οἱ ἄρχοντες ὑμῶν καὶ ἐπάρθητε, πύλαι αἰώνιοι, καὶ εἰσελεύσεται ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης». Πβ. ἄρατος. Τὸ πύλατε εἰναι μετασχηματισμὸς τοῦ πύλας κατὰ τὸ ἄρατε, τὸ δὲ ἄρατα-πύλατα κατὰ τὸ οὐσ. ἄρατα.

Σημασιολογία

Ἡ λ. ἀπαντᾷ εἰς τὰς ἑπομένας παροιμ. φρ. Ἄρατε πύλας! (εἰς περίστασιν καθ᾿ ἣν ἀπαιτεῖται τόλμη) Ἤπ. Πελοπν. Ἄρατε - πύλατε! (λέγεται ἐπὶ τὸ ἀστειότερον ὑπὸ τῶν κρουόντων τὴν θύραν διὰ νὰ ἀνοίξουν οἱ ἐντὸς ἢ ὅταν σηκώνουν τὸ τραπέζι) Λακων. Ἄρατα πύρατα! (ἐπὶ μεγάλης ταραχῆς καὶ συγχύσεως οἵαν ὑπέστησαν οἱ δαίμονες ἀκούσαντες τὸ «ἄρατε πύλας». Πβ. ἄρατος) Ἤπ. Ἄρατα - πύλατα! (ἐπὶ μεγάλης ὀργῆς οἵαν ὑποτίθεται ὅτι εἶχεν ὁ διατάξας τοὺς δαίμονας διὰ τοῦ «ἄρατε πύλας») Ἤπ. Ἔκαμεν τα ἄρατα - πύλατα (ἄνω κάτω) Ρόδ. Αὐτεῖ’ γί’καν ἄρατι - πύρατι (διεσκορπίσθησαν ὡς οἱ δαίμονες ἀκούσαντες τὸ «ἄρατε πύλας») Στερελλ. (Ἀκαρναν.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/