βολένω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βολένω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βολένω ἀμάρτ. βουλένου Λέσβ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. βολή.
Σημασιολογία
1)Διευθετῶ: Βουλένου τ’ φουτιˬά. 2)Διευκολύνω: Ἕνα bαναθυρέ’ βόλινι φέξ’ ’πόξου (ἕνα παραθυράκι διηυκόλυνε τὸ φῶς ἀπέξω).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA