γαττινάρι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαττινάρι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γαττινάρι τό, ἀμάρτ. γατσ’νάρ’ Ἤπ. (Μελιγγ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. γαττίνι, παρ’ ὃ καὶ γατσίνι, καὶ τῆς παραγωγ. καταλ -άρι.

Σημασιολογία

1) Ἡ μικρόσωμος καὶ καχεκτικὴ γαλῆ Αἰτωλ. 2) Τὸ θηλαστικὸν σκίουρος ὁ κοινὸς Μελιγγ. : Σὰ γατσ’νάρ’ κό’σι (κόλλησε=ἀνέβηκε). Συνών. βερβερίτσα 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/