γαττίτσα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαττίτσα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γαττίτσα ἡ, σύνηθ. καττίτσα Πόντ (Τραπ. κ.ἀ.) κατ-θί-τσα Μεγίστ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. γάττα, παρ’ ὃ καὶ κάττα καὶ κάτ-θα, καὶ τῆς ὑποκορ. καταλ. -ίτσα.
Σημασιολογία
1) Ἡ μικρὰ τὴν ἡλικίαν ἢ τὸ σῶμα γαλῆ σύνηθ. καὶ Πόντ. (Τραπ. κ.ἀ.) : Ἔχω μιὰ ὄμορφη γαττίτσα. Ὡραία πού ’ναι ἡ γαττίτσα σας! σύνηθ. || Ἆσμ. ’Ανέβα ’ς τὴ μηέτσα | κόψε μιὰ βεργίτσα χτύπα τὴ γαττίτσα | νά κάμῃ κουραδάκιˬα (παιδικὸν) ἈΡουμελ. (Φιλιππούπ.) Συνών. ἰδ. ἐν λ. γαττάκι 1. 2) Εἶδος παιδιᾶς ἀγωριῶν, καθ’ ἣν οἱ παῖκται χωρίζονται εἰς δύο ἰσαρίθμους ὁμάδας. Οἱ ἀποτελοῦντες τὴν μίαν ὁμάδα, ἱστάμενοι πλησίον ἀλλήλων καὶ πρὸς τὴν αὐτὴν κατεύθυνσιν, ἐπικύπτουν στηριζόμενοι διὰ τῶν χειρῶν ἐπὶ τῆς ράχεως τῶν παραστατῶν, πλὴν ἑνός, ὅστις ἵσταται ὄπισθεν αὐτῶν, κρατῶν ἄκρον σχοινίου, οὗτινος τὸ ἕτερον ἄκρον κρατεῖ εἷς τῶν ἐν ἐπικύψει παικτῶν, διὰ δὲ τῆς ἄλλης χειρὸς λωρίδα καὶ ὑποδύεται οὕτω τὴν «γαττίτσαν», τὸν φύλακα δηλ. τῆς ὁμάδος του. Οἱ ἀποτελοῦντες τὴν ἑτέραν ὁμάδα προσπαθοῦν νὰ ἀναβοῦν ἐπὶ τῆς ράχεως τῶν πρώτων χωρὶς νὰ τοὺς κτυπήση διὰ τῆς λωρίδος ἡ «γαττίτσα». ᾽Εὰν κτυπήση κἄποιον, εἴτε κατὰ τὴν προσπάθειαν πρὸς ἀνάβασιν, εἴτε κατὰ τὴν κάθοδόν του ἐκ τῆς ράχεως τῶν ἐν ἐπικύψει διατελούντων, ἀνταλλάσσονται οἱ ρόλοι τῶν ὁμάδων, καὶ ἡ παιδιὰ συνεχίζεται Πελοπν. (Κυνουρ. Μαντίν.) β) Εἶδος παιδιᾶς κορασίδων, καθ᾿ ἣν αἱ παίκτριαι σχηματίζουν κύκλον ἀλληλοκρατούμεναι ἐκ τῶν χειρῶν, πλὴν δύο, ὧν ἡ μία ὑποδύεται τὴν «γαττίτσαν» καὶ ἵσταται ἐντὸς τοῦ κύκλου κρατοῦσα βέργαν, διὰ τῆς ὁποίας προσπαθεῖ νὰ κτυπήσῃ τὴν ἑτέραν, ἥτις ὑποδύεται τὸ «ποντίκι» καὶ ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ εἰσέρχεται καὶ νὰ ἐξέρχεται τοῦ κύκλου. ᾽Εὰν τὸ κατορθώσῃ, ἡ κτυπηθεῖσα καταλαμβάνει τὴν θέσιν τῆς παικτρίας, ὄπισθεν ἢ ἔμπροσθεν τῆς ὁποίας εὑρίσκετο τὴν στιγμὴν ἐκείνην, ἡ τελευταία δὲ αὕτη ἀναλαμβάνει τὸν ρόλον τῆς «γαττίτσας», ἥτις ὑποδύεται τώρα τὸ «ποντίκι», καὶ ἡ παιδιὰ συνεχίζεται κατὰ τὸν ἴδιον τρόπον Μακεδ. (Γκριντ.) Πβ. γάττα 8β. 3) Κατὰ πληθ., εἶδος κολυμβήσεως μικρῶν παιδίων, ἧς τὸ χαρακτηριστικὸν εἶναι ἡ κίνησις μόνον τῶν κνημῶν καὶ τῶν παλαμῶν Μεγίστ. : Κάμνει κατ-θίτσες Πβ. γάττα 6.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA