βολὴ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βολὴ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

βολὴ (Ι) ἡ, λόγ. κοιν. καὶ δημῶδ. Βιθυν. Θρᾴκ. Καππ. (Σίλ.) Κέως Κύθν. Λευκ. Πάρ. Προπ. (Ἀρτάκ. Κύζ.) Σίφν.-Λεξ. Βυζ. Βλαστ. 310 Πρω. Δημήτρ. βουλὴ Θεσσ. (Ζαγορ.) Μακεδ. (Χαλκιδ.)

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. οὐσ. βολὴ=ρίψιμον ἢ κτύπημα πολεμικοῦ ὅπλου.

Σημασιολογία

1) Ρίψιμον λίθου χειροπληθοῦς κττ. Λευκ. β) Εἰς τὴν στρατιωτικὴν γλῶσσαν ρίψιμον σφαίρας πυροβόλου ὅπλου λόγ. κοιν.: Βολὴ πυροβολικοῦ. Ἔχουνε βολὴ οἱ στρατιˬῶτες. γ) Ἀπόστασις ἢ ἔκτασις γῆς κατὰ τὸ μᾶλλον ἢ ἧττον ὡρισμένη λόγ. κοιν. καὶ δημῶδ. Λευκ. Μακεδ. (Χαλκιδ.) Σίφν.-Λεξ. Βυζ. Βλαστ. 310: Φτάνω σὲ ἀπόστασι βολῆς λόγ. κοιν. Μιˬά βολὴ τόπος Λευκ. 2) Ἡ βολὴ τῶν δικτύων εἰς τὴν θάλασσαν πρὸς ἁλιείαν Βιθυν. Θεσσ. (Ζαγορ.) Θρᾴκ. Πάρ. Προπ. (Ἀρτάκ.)-Λεξ. Βυζ. Βλαστ. 310 Πρω. Δημητρ. β) Τὸ μέρος ὅπου συνήθως ἀθροίζονται οἱ ἰχθύες Προπ. (Κύζ.) 3) Συνάντησις Καππ. (Σίλ.) 4)Ἡ ὀδοντοφυΐα ἰδίᾳ ἡ δευτέρα μετὰ τὴν πτῶσιν τῶν πρώτων ὀδόντων Λεξ. Δημητρ.: Πονᾷ τὸ παιδὶ ἀπὸ τὴ βολὴ 5) Τόπος συνήθως χέρσος κατάλληλος ἢ ὡρισμένος πρὸς νομὴν Κύθν. Πάρ. Σίφν.: Θὰ τὸ ξαπολύσωμε τὸ ζωντανὸ ’ς τὴ βολή του Σίφν. 6) Τὸ μέρος ὅπου ἔχει τις κτήματα καὶ ὅπου συχνάζει Σίφν. 7) Ἀγροτικὴ ἰδιοκτησία περίφρακτος Κύθν. 8) Τὸ δικαίωμα τῆς νομῆς, τὸ ὁποῖον ἔχει τις εἰς κτῆμα ἀνῆκον εἰς ἄλλον ἔχοντα καὶ τὸ δικαίωμα τῆς ἐπικαρπίας Κέως.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/