ἀράχνη

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀράχνη

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀράχνη ἡ, κοιν. ἀράχ’ Τῆν κ.ἀ. ἀράχι’ Λέσβ. κ.ἀ. ἀράγνη Πελοπν. (Λεντεκ.) ἀράχλη Πελοπν. (Λάστ.) ἀράχνα Εὔβ. (Κάρυστ.) Πελοπν. (Λακων.) Πόντ. (Κερασ. Σάντ. Τραπ.) Τσακων. ἀράχλα Σάμ. ἀράνα Πόντ. (Ἀμισ.) ᾿ράχνη Μακεδ. (Καστορ.) Πελοπν. (Λεντεκ.) ᾽ράχνιˬα Πόντ. (Ἀμισ.) ᾽ράχνα Πόντ. (Ὄφ.) ᾽ράχλα Σάμ. Στερελλ. (Παρνασσ.) ἄρανος ὁ, Κρήτ.

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. οὐσ. ἀράχνη. Ὁ τύπ. ἄρανος ἐκ τοῦ μεταβατικοῦ ἀμαρτ. ἄραγνος < ἀράγνη.

Σημασιολογία

1) Τὰ εἴδη τῆς τάξεως τῶν ἀραχνῶν (arachnoides), ἰδίᾳ δὲ (α) Αἱ τῶν ἀρχαίων ὑφαίνουσαι οἰκιακαὶ ἀράχναι ὡς ἡ tegenaria ἢ agelena τοῦ γένους lycosa καὶ τὸ phalangium parietinum κοιν. καὶ Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Ὄφ. Σάντ. Τραπ.): Τ᾽ ἀράχνας τὸ παννὶν Τραπ. || Παροιμ. Βγάλε τὴν ἀράχνη ἀπὸ τὸ σπίτι σου γιˬὰ νὰ μὴ σὲ βγάλῃ ἐκείνη ἔξω (ἐπὶ τοῦ ἀδιαφοροῦντος διὰ τὰ ἴδια συμφέροντα καὶ βλαπτομένου) ΙΒενιζέλ. Παροιμ.2 41,39. Ἡ ἀράχνη ἥσυχα ἥσυχα ἁπλώνει τὰ παννιˬά της αὐτόθ. 93,19. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀνυφαντάκος. (β) Αἱ μὴ ὑφαίνουσαι ἀράχναι τῶν ἀγρῶν, ὡς ἡ attus scenicus καὶ galeodus arachnoides καὶ τὸ phalangium crista πολλαχ. Συνών. ρῶγα, ρωγαλίδα, ρώγαλος, ρωγιˬά, σφαλλάγγι, τσάντσαρος. β) Μετων. λεπτοφυής, ἰσχνὸς Πόντ. (Κερασ.) 2) Ὁ ἱστὸς τῆς ἀράχνης, ἀράχνιον, συνήθως κατὰ πληθ. κοιν.: Γέμισαν οἱ τοῖχοι ἀράχνες. Σπίτι γεμᾶτο ἀπὸ ἀράχνες κοιν. Νὰ δώσῃ ὁ Θεὸς νὰ πιˬάσῃ ἀράχνες τὸ σπίτι του! (νὰ ἐρημωθῇ! ᾿Αρὰ) Πελοπν. (’Αρκαδ.) || Φρ. Ἔπιˬασε ἀράχνες (ἐπὶ πράγματος μὴ χρησιμοποιμένου) σύνηθ. || ᾎσμ. Ὁ Ἔρωτας ἀνυφαντὴς μὲ πανουργιˬὰ ἐγίνη, ἀράχνη ἔστησε ψηλὰ καὶ πιˬάστηκα σ᾽ ἐκείνη Πελοπν. (Ἄργ.) Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀνυφανταρε͜ιὸ 3, ἔτι δὲ ἀραχνάδα1, ἀραχνιˬὰ (Ι) 1, ἀράχνιˬασμα 2, ἀραχνοπάννι, ἀραχνούδσμαν 3) Εὐρὼς Στερελλ. (Παρνασσ.): Ἔπιˬασι ᾽ράχλα τοὺ τυρὶ-τοὺ ψουμὶ κττ. Συνών. ἀραχνάδα 2, μούχλα. 4) Ἡ αἰθάλη τῆς καπνοδόχου Πελοπν. (Λακων.) Συνών. ἀραχνιˬὰ (Ι) 2, καπνιˬά. 5) Καπνὸς Κρήτ.: Φρ. Ἄρανος ἐγίνηκε (ἔγινεν ἄφαντος). || ᾎσμ. Ἄρανος ἐγενήκανε οἱ κωπελλιˬὲς γιˬὰ μένα καὶ δὲ θωροῦ dὰ γράμματα ἀπού ’χω μαθημένα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/