βολιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βολιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βολιˬάζω (ΙΙ) Κεφαλλ. Λευκ. κ.ἀ. βουλιˬάζου Λέσβ. Στερελλ. (Αἰτωλ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. βόλι.

Σημασιολογία

1)Ρίπτω κατά τινος λίθους, λιθοβολῶ Κεφαλλ. Λευκ. κ.ἀ. Συνών. βολαδιˬάζω, πετροβολῶ. 2) Τραυματίζω διὰ σφαίρας Στερελλ. (Αἰτωλ.) 3) Πληγώνω ἠθικῶς, στενοχωρῶ, λυπῶ Στερελλ. (Αἰτωλ.): Τοὺν βόλιˬασι μὶ τὰ λόγιˬα π᾿ τοῦ ᾿πι. Καὶ ἀμτβ. στενοχωροῦμαι, λυποῦμαι Λέσβ.: Βόλιˬασι ἡ καρδιˬά μ’-ἡ ψή μ’.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/