γαττομαλλιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαττομαλλιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γαττομαλλιˬάζω ἀμάρτ. γατσουμαλλιˬάζου Στερελλ. (Αἰτωλ. Γραν. Ὑπάτ. κ.ἀ.) κατσομαλλιˬάζω Πελοπν. (᾿Ανδρίτσ. Δυρράχ. Ἦλ. Καλάβρ. Μεσσ. Τριφυλ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. γαττόμαλλο, παρ’ ὃ καὶ γατσόμαλλο καὶ κατσόμαλλο, καὶ τῆς παραγωγ καταλ. -ιˬάζω.

Σημασιολογία

1) Φέρω λεπτόν καί τῆς ἄχρουν τρίχωμα εἰς τό πρόσωπον ἤ περὶ τὸν αὐχένα (ἐπὶ παίδων ἡβώντων ἤ καὶ ἐνηλίκων ἀσθενούντων ἢ ἄλλως κακοτυχούντων) Πελοπν. (Δυρράχ. Καλάβρ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Γραν.Ὑπάτ. κ.ἀ.): ᾿Αρχίνησε νὰ κατσομαλλιˬάζῃ ὁ Σωτήρης Καλάβρ. Συνών. ἀναμαλλιάζω 1α. 2) Πάσχω ἀνόρθωσιν τῶν λεπτῶν τριχῶν τοῦ προσώπου, ἀνορθοῦνται αἱ μικραὶ τρίχες τοῦ προσώπου μου (ἕνεκα ψύχους, ἀσθενείας ἤ ὑπερβολικῆς ἀδυναμίας) Πελοπν. (᾽Ανδρίτσ. Δυρράχ. Ἦλ. Μεσσ. Τριφυλ.) Στερελλ. (Γραν. ‘Υπάτ. κ.ἀ.): Σὶ καρτέρ’σα ’νιˬά ὥρα κί γατσουμάλλιˬασα ἀπ’ τοῦ κρύου Γραν. Γατσουμαλλιˬά’ οὑ ἄνθρουπους ἅμα δυστ’χάῃ αὐτόθ. Δὲ βλέπεις πῶς ἐκατσομάλλιˬασε ἀπ᾿ τὴν ἀρρώστια; Δυρράχ. Συνών. ἀνακατσιˬάζω 1, κατσιˬάζω. 3) Μεταφ., δίδω τὴν ἐντύπωσιν, ἔχω ἐμφάνισιν ἀσθενοῦντος ἢ δυστυχοῦντος, φαίνομαι λίαν καχεκτικὸς ἤ δυστυχὴς Πελοπν. (Δυρράχ. Καλάβρ.) Μετοχ. 1) Ὁ φέρων λεπτὸν χνοῦν εἰς τὸ πρόσωπον Στερελλ. (Αἰτωλ Ὑπάτ. κ.ἀ.) 2) Ὁ λίαν ἀδύνατος καὶ ζαρωμένος Πελοπν. (Καλάβρ. Τριφυλ.) Συνών. κατσιˬασμένος, δι’ ὃ ἰδ. κατσιˬάζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/