βολικὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βολικὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

βολικὰ ἐπίρρ. κοιν. καὶ Πόντ. βο’κὰ Τῆν. βουλικὰ Κύπρ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Μεγίστ. Πόντ. (Οἰν. Σινώπ.) βου’κὰ βόρ. ἰδιώμ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. βολικός.

Σημασιολογία

1) Κατὰ τρόπον ἄνετον, καλῶς κοιν.: Κάθομαι βολικὰ κοιν. Μὶ gρέμ’ι τοὺ μ’λάρ’, μὰ ἔπισα βου’κὰ κὶ δὲν ἔπαθα τίπουτα Μακεδ. (Χαλκιδ.) Συνών. *ἀπενδιδερά, καλά, ἀντίθ. ἀνάζερβα Β 1, ζερβά. 2) Ἀνέτως, σιγά, ὄχι βιαστικὰ Σέριφ.: Πορπατῶ βολικὰ βολικά. γ) Κατὰ σειρὰν Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Βολικὰ βολικὰ τρώω ὅλα τὰ φαε͜ιά. 3) Κατὰ τρόπον ἐπιθυμητὸν, κατ’ εὐχήν, εὐθέτως, καλῶς κοιν. καὶ Ποντ. (Οἰν. Σινώπ.): Μοῦ ’ρθαν τὰ πράματα βολικά. Ἡ δουλε͜ιά μου πάει βολικὰ κοιν. Ηὗρα τον βολικὰ (εἰς εὔθετον στιγμὴν) Σύμ. Τὰ κατάφερε βολικὰ (ἐπιτηδείως) αὐτόθ. Συνών. βολετά, δεξιά, καλά, ἀντίθ. ἄβολα 2, ἀβόλετα 2, ἀνάζερβα Β 2, ἀναμπάμπουλα 2, ἀνάποδα 10, ἀνάστροφα 2, ἀντίζερβα 2, ζαβά, κακότυχα, στραβά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/