ἀραχνίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀραχνίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀραχνίζω Χίος ’ραχνίζου Μακεδ. (Καστορ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀράχνη.

Σημασιολογία

1) Πληροῦμαι ἀραχνίων Χίος: ᾎσμ. Νὰ δῇς ἐσὺ τὸ μέρος μου, τρομάρα θὰ σὲ πιάσῃ, ποῦ ’ν’ ἀπομέσα σκοτεινὸ κιˬ ἀπέξω ’ραχνισμένο. 2) Ἀφαιρῶ τοὺς ἱστοὺς τῆς ἀράχνης Μακεδ. (Καστορ.): ᾿Ραχνίζου τοὺ σπίτ’. Συνών. ξαραχνιˬάζω. Πβ. ἀραχναίνω, ἀραχνιˬάζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/