βολίκιν

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βολίκιν

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βολίκιν τό, Κύπρ. βολίτιν Κύπρ. γολίτιν Κύπρ.

Χρονολόγηση

Μεσαιωνικό

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. οὐσ. βολίκιν, ὃ ἐκ τοῦ Γαλλ. volige. Ἰδ. ΣΜενάρδ. ἐν Ἀθηνᾷ 12 (1900) 366.

Σημασιολογία

1)Ἡ ἀνέχουσα τὴν στέγην τῆς οἰκίας δοκός. 2) Πᾶσα δοκός. 3) Συνεκδ. ἡ στέγη.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/