γαττομάνι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαττομάνι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γαττομάνι τό, Ἀθῆν. Πελοπν. (Γαργαλ. κ.ἀ.) γαττουμά’ Εὔβ. (Ἄκρ. Ψαχν. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. γάττα καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -μάνι.

Σημασιολογία

Πλῆθος γαλῶν ἔνθ’ ἀν. : Τί γαττομάνι ἦταν αὐτὸ ποὺ μαζεύτηκε ἀπόψε ’ς τὴν αὐλή μας! ’Αθῆν. Οὕλο τὸ γαττομάνι τῆς ρούγας εἶχε μαζωχτῆ ἀπόψε ’ς τὸ ’λιˬακωτό μας Γαργαλ. Ποῦθι μαζώχτ’κι αὐτὸ τοῦ γαττουμά’ ’πόψ’ κὶ δὲ μᾶς ἄφ’σαν νά κλείσουμι μάτ’! Ἄκρ. Συνών. γαττολάσι, γαττομάσι, γαττουλόκακο 1, γαττουλομάνι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/