ἀραχνοκαμωμένος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀραχνοκαμωμένος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀραχνοκαμωμένος ἐπίθ. ΚΠαλαμ.Ὕμν. Ἀθην. 67.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀράχνη καὶ τοῦ καμωμένος μετοχ. τοῦ ρ. κάνω.

Σημασιολογία

Ἀράχνινος, ὃ ἰδ.: Ποίημ. Πλουμίζεται, χρυσώνεται, γεμίζει λίγο λίγο καὶ λάμπει τὸ ἀλαφρὸ παννὶ τὸ ἀραχνοκαμωμένο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/