βολίτσα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βολίτσα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

βολίτσα (Ι) ἡ, Κρήτ. Πελοπν. (Οἰν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. βολὰ καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ίτσα κατὰ τύπ. ὑποκοριστικόν. Ἡ λ. καὶ παρὰ Φωσκόλ. Φορτουν. Δ στίχ. 591 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.) «ἔλα κ’ἐσύ, κυρὰ Πετροῦ, νὰ πιοῦμε μιὰ βολίτσα».

Σημασιολογία

Φορὰ (ἡ χρονικὴ ἔννοια νοεῖται μετά τινος ὑποκορισμοῦ).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/