βολκὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βολκὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
βολκὸς ὁ, Πελοπν. (Μεσσ. Ὀλυμπ. Πυλ.) κ.ἀ.-Λεξ. Ἐλευθερουδ. Μ᾿Εγκυκλ. Βλαστ. 311 Πρω. Δημητρ. βουλκὸς Ἤπ. Στερελλ. (Ἀρτοτ.)-Λεξ. Βλαστ. 311 βορκὸς Λευκ.
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οὐσ. Fολκὸς παρὰ τὸ ὁλκός. Ἰδ. ΑΣκιᾶν ἐν Ἐπιστ. Ἐπετ. Πανεπ. 7(1910/11) 219 κἑξ., 10(1913/14) 157 κἑξ. καὶ 15-17 (1918/21) 135 κἑξ. Κατὰ MVasmer ἐν Rocznik Slawistycny 5 (Revue Slavistique 1913) 182 ἐν τοῦ Σλαβ. vlak. Κατὰ PKretschmer ἐν Glotta 5 (1914) 291 κἑξ. ἐκ τοῦ ἐπιθ. βολικός. Ἰδ. καὶ ΚDieterich ἐν Byzant.-Zeitschr. 21 (1912) 286.
Σημασιολογία
Ἁλιευτικὸν δίκτυον ἔχον σχῆμα μακροῦ βαθμηδὸν στενουμένου σωλὴνος ὡς αὐλοῦ καταλήγοντος εἰς σάκκον.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA