γαττοπόδαρο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαττοπόδαρο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γαττοπόδαρο τό, ᾽Αθῆν. Πελοπν. (Γαργαλ. κ.ἀ.) γαττουπόδαρου Εὔβ. (Ἄκρ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῶν οὐσ. γάττα καὶ ποδάρι.

Σημασιολογία

Τὸ πόδι τῆς γαλῆς ἔνθ’ ἀν. : Ἡ γάττα εἶν᾽ ἀπόξω∙ κάτω ἀπὸ τὴν πόρτα φαίνονται γαττοπόδαρα ᾽Αθῆν. Τὰ πισινά τὰ γαττοπόδαρα εἶναι μακρύτερα ἀπὸ τὰ bροστινὰ Γαργαλ. ᾿Αντὶ γιˬὰ λαγουπόδαρου ἔχ’νι ἕνα γαττουπόδαρου γιὰ νὰ ξισκουνίζ’νι τού τάκ' Ἄκρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/