- βολος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
- βολος
Τύπος
Λήμμα
Τυπολογία
-βολος κατάλ. παραγωγικὴ σύνηθ.
Ετυμολογία
Ἐξ ὀνομάτων παλαιῶν εἰς -βόλος συνθέτων μετὰ τοῦ ρ. βάλλω, οἷον: πυροβόλος, φεγγοβόλος κττ., ἀπεχωρίσθη τὸ -βολος ὡς ἰδία παραγωγικὴ κατάληξις. Ἰδ. ΓΧατζιδ. ἐν ᾽Αθηνᾷ. 22 (1910) 242 κἑξ.
Σημασιολογία
Δι’ αὐτῆς σχηματίζονται ὀνόματα δηλοῦντα πλησμονὴν τοῦ πρωτοτύπου 1) Οὐσιαστικά, οἷον: ἑσμὸς-ζιμόβολος κττ. 2) Ἐπίθετα, οἷον: κακὸς-κακόβολος, καλὸς-καλόβολος κττ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA