γαττοπουλάκι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαττοπουλάκι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γαττοπουλάκι τό, ἀμάρτ. γαττοπ’λάκι Πελοπν. (Γαργαλ.) γατσοπουλάκι ᾽Αθῆν. γατσουπ’λά’ Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. γαττόπουλο, παρ’ ὃ καὶ γατσόπουλο, καὶ τῆς ὐποκορ. καταλ. -άκι.
Σημασιολογία
1) Τὸ μικρὸ γαττόπουλο, ὃ ἰδ. ἔνθ’ ἀν.: Μὴν τὰ πειράζης τὰ γατσοπουλάκιˬα ᾽Αθῆν. Δὲν τρώει καθόλου καὶ εἶναι σά γατσοπουλάκι (ἐπὶ παιδίου καχεκτικοῦ) αὐτόθ. Βρῆκα ἕνα γαττοπ’λάκι ’ς τὴ γράνα Γαργαλ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA