γαττόπουλο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαττόπουλο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γαττόπουλο τό, ἐνιαχ. γαττόπ’λο Πελοπν. (Γαργαλ.) γαττόπ’λου Μακεδ. (Μελέν. κ.ἀ.) γατσόπουλο ᾽Αθῆν. γατσόπ’λο Πελοπν. (Ἦλ.) Στερελλ. (Δεσφ.) γατσόπ’λου Εὔβ. (Στρόπον. κ.ἀ.) Ἤπ. (’Ιωάνν. κ.ἀ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν. Εὐρυταν. Τριχων.) κατσόπουλο Μέγαρ. Πελοπν. (Ἑρμιόν. Καλάβρ. κ.ἀ.) κακιˬόπουλο Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) καττόπον Πόντ. (Τραπ.) καττοπούλιν Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Ὄφ.) καττοπούλ’ Πόντ. (Ἴμερ. Κερασ. Κοτύωρ. Ὄφ. Τραπ.) καττεπούλ’ Πόντ. (Χαλδ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. γαττί καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -πουλο, -πούλι, δι’ ἣν ἰδ. –πουλος.
Σημασιολογία
Τὸ νεογνὸν τῆς γαλῆς ἢ τὸ μικρὸν τὴν ἡλικίαν γαττὶ, ὃ ἰδ. ἔνθ᾽ ἀν. : Πόσα γατσόπουλα ἔκανε ἡ γάττα σας; ᾽Αθῆν. Εἶχα τέτο͜ιου bόνου, π᾿ νιˬαούρ’ζα σά γατσόπ’λου Στερελλ. (Αἰτωλ. Εὐρυταν.) Ἡ γάττα μας ἔκαμε τρία κατσόπουλα Πελοπν. (Καλάβρ.) Τὰ παράτησε ’ς τὴ μέση σὰν τή γάττα τά κατσόπουλα Πελοπν. (Ἑρμιόν.) Ματατοπίζει τὰ πράματα σὰ dὴ γάττα μὲ τὰ κακιˬόπουλα Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Ἡ κάττα ’μουν ἐποῖκε δύο καττοπούλ Πόντ. (Κοτύωρ.) Θελ’κὸν ἔν᾿ τὸ καττοπούλ’ Πόντ (Τραπ.) || Φρ. Τ’ν ἔκαμα γατσόπ’λου (ἐνν. τὴν κοιλιά μου, δηλ ἔφαγα χορταστικά) Στερελλ. (Αἰτωλ. κ.ἀ.) Μὄγινις γατσόπ’λου (δηλ. στρογγυλὸς σὰν γαττάκι, ἐπάχυνες) αὐτόθ. || Ἄσμ. Τοῦ παππᾶ ἡ μαυροκάττα | ᾿ποῖκε δύο καττοπούλιˬα∙ τ’ ἕναν ἄσπρο, τ’ ἕνα μαῦρο | ἐφά᾿ανε τ᾽ ἕναν τ’ ἄλλο Πόντ. (Οἰν.) Γιˬάννε, Γιˬάννε καὶ Γιˬαννίτσ’, ἔμπα κ’ ἔβγα ’ς σὸ καφούλ’ κιˬ ἅρπαξον τὸ καττοπούλ’ (καφούλι=θάμνος) Πόντ. (Ὄφ. Τραπ.) Συνών. ἰδ. ἐν λ. γαττάκι 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA