ἀραχνόσκουπα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀραχνόσκουπα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

Ἀραχνοϋφὴς ἔνθ’ ἀν.: Πέπλ’ ἀραχνὰ ΜΜαλακάσ. ἔνθ’ ἀν. Συνών ἰδ. ἐν λ. ἀράχνινος.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῶν οὐσ. ἀράχνη καὶ σκούπα.

Σημασιολογία

Σάρωθρον ἢ μακρὸς κοντὸς φέρων εἰς τὸ ἄκρον περιτυλιγμένον παννίον διὰ τοῦ ὁποίου ἀφαιροῦνται τὰ ἀράχνια. Πβ. ἀραχνοπάννι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/