βόλτα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βόλτα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βόλτα ἡ, κοιν. καὶ Πόντ. (Ἀμισ. Τραπ.) Τσακων. βουόλτα Μακεδ. (Καστορ.) βόλιτα Κρήτ. Πελοπν. (Οἰν.) κ.ἀ.-Λεξ. Μπριγκ. βόρτα Ἀστυπ. Θήρ. Ἴος Κάλυμν. Κάρπ. Κάσ. Κέρκ. Κίμωλ. Κύθηρ. Κύθν. Κύπρ. Κῶς Λέρ. Μεγίστ. Νάξ. (Ἀπύρανθ. Βόθρ. Ἐγκαρ.) Νίσυρ. Σίφν. κ.ἀ.-Λεξ. Μπριγκ. βόρdα Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) βότ-τα Κύπρ. Ρόδ. Σύμ. Χίος (Ὄλυμπ. Χαλκ.) βόττα Ἰκαρ. Ἰων. (Κρήν.) Σάμ. Σκῦρ. κ.ἀ.-Λεξ. Βλαστ. 320 βόλτος ὁ, Ἄνδρ. Λευκ. Μύκ. Τῆν. κ.ἀ. βόρτος Νάξ. (Δαμαρ.) Σέριφ. κ.ἀ. βόλτο τό, Ἄνδρ. Μύκ. Σῦρ. Τῆν. κ.ἀ. βόλιτο Ἄνδρ. βόρτο Κέρκ. Κεφαλλ. Κύθηρ. Κύθν. Νάξ. (Ἄνω Ποταμ. Ἀπύρανθ. Βόθρ. Δαμαρ. Κορων. Μον.) Σέριφ. Σίφν. κ.ἀ. βόττο Τῆν.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Ἰταλ. volta, παρ’ ὃ καὶ διαλεκτικὸν votta. Ἡ λ. καὶ ἐν Ἀποκόπ. Βεργαδῆ στ. 332 (ἔκδ. ÉLegrand Biblioth. 2, 110) «κ’ ἔκαμαν βόλταν λάμνοντας κ’ ἔσωσαν εἰς τὴν φόσσαν». Ὁ τύπ. βόττα καὶ μεσν. Ἰδ. Μαχαιρ. 1, 50 καὶ 580 (ἔκδ. RDawkins).
Σημασιολογία
1) Στροφή, περιστροφὴ κοιν. καὶ Τσακων.: Γυρίζω τὴ βίδα δυˬὸ βόλτες. Παίρνει τὴ βόλτα της ἡ βίδα (προχωρεῖ ἀκωλύτως ἡ κοχλίωσις). Τὸ κλειδὶ κάνει-παίρνει μόνο μιὰ βόλτα. Ἡ ρόδα κάνει τόσες βόλτες ᾿ς τὸ λεφτό. Τυλίγω τὴν κλωστὴ τόσες βόλτες κοιν. Τὸ φεγγάρι παίρνει βότ-τα (εἰσέρχεται εἰς νέαν φάσιν) Χίος Εἶναι ’ς τὴ βόρτα τὸ φεγγάρι (συνών. τῷ προηγουμένῳ) Κίμωλ. || Φρ. Παίρνω τὴν κάτω βόλτα-τὴν ἀπάνω βόλτα (χειροτερεύει ἡ βελτιώνεται ἡ κατάστασίς μου. Ἰδ. ἌνθΠαπαδόπ. ἐν Λεξικογρ. Δελτ. 4 <1948> 108). Παίρνω τὴ βόλτα μου (φεύγω, ἐξαφανίζομαι ἢ ἀνατρέπομαι, ἀναποδογυρίζομαι) κοιν. Δὲν παίρνω μήτε βόλτα (δὲν προφθάνω οὔτε νὰ στραφῶ) Ἄνδρ. ’Èν τὸν ἔπιˬασεν ἑ βόλτα του (δὲν ἐπέτυχε τοῦ σκοποῦ του) Μεγίστ. Ἐπῆρε τὴ βόλτα (παρεφρόνησε, τοῦ ἔστριψε) Κρήτ. Ἐπῆρε τὴ βόλτα τὸ κρέας-τὸ ψάρι κττ. (ἤρχισε νὰ σήπεται) αὐτόθ. Τοῦ τό ’φερε ἀπὸ βόρdα (τοῦ τὸ ἀνεκοίνωσε κατὰ πλάγιον τρόπον) Κίτ. Μάν. || ᾌσμ. Καὶ ράβγει του τὰ μ-μάτιˬα του τρεῖς σόρτες τὰ προυσούμιˬα καὶ δέν-νει του τὰ χέριˬα του τρεῖς βόρτες τ’ ἁλεσίδιˬα (προυσούμιˬα=μπρισίμιˬα) Νίσυρ. Ξύπνησε, χαδεμένη μου, καὶ πρόβαλε ᾿ς τὴν πόρτα, ποῦ ᾿καμες τὴν καρδούλλα μου καὶ πῆρε μέσα βόλτα (ἐμαράνθη ἢ ἐσάπισε) Ἄνδρ. Ὦ λογισμέ μου, μὴ χαθῇς, καὶ νοῦ, μὴν πάρῃς βόττα (μὴ παραφρονήσῃς) Κρήν. β) Ἐπιρρηματ., στροφηδόν, περιστροφικῶς κοιν.: Φρ. Πάω βόλτα. Φέρνω βόλτα τὸ δωμάτιˬο (τακτοποιῶ, εὐπρεπίζω). Φέρνω βόλτα τὸ σκοινὶ (περιελίσσω). Τὸν φέρνω βόλτα (κάμνω τινὰ νὰ περιστρέφεται ἢ οἱονεὶ περιστρεφόμενος περί τινα προσπαθῶ νὰ τὸν πλησιάσω μὲ σκοπὸν νὰ τὸν καταφέρω συνήθως πρὸς οἰκονομικὴν ἐξ αὐτοῦ ὠφέλειαν). Τὸνε φέρνου βόρdα (τὸν νικῶ) Κίτ. Μάν. Τὰ φέρνω βόλτα (ἐνν. τὰ λόγια, δηλ ἐκφράζομαι διὰ περιστροφῶν καὶ ὄχι ἀπροκαλύπτως καὶ σαφῶς). Τὰ φέρνω βόλτα (ἐνν. τὰ πράγματα, δηλ. ἐξοικονομῶ τὰ ἔξοδα τῆς ζωῆς) κοιν. Τοὺ φέρνου βόλτα (ἐνν. τὸ πρᾶγμα, δηλ. ἀνακυκλῶ ἐν τῇ σκέψει μου, τὸ διαλογίζομαι) Στερελλ. (Αἰτωλ.) 2) Περιφορά, περίπατος (ἐξυπονοουμένης συνήθως τῆς ἐπιστροφῆς εἰς τὸ σημεῖον τῆς ἀφετηρίας) κοιν. καὶ Πόντ. (Ἀμισ. Τραπ.): Κάνω βόλτα. Κάνω τὴ βόλτα μου. Κάνω βόλτες. Κάνε μιˬὰ βόλτα ὣς ἐκεῖ νὰ δῇς τί γίνεται. Φέρνω βόλτες ’ς τὸ σπίτι-’ς τὸ χωριˬὸ-ἀπάνω κάτω κττ. κοιν. Βόρτες μοῦ κλώθει ’ς τὴ bόρτα Ἀπύρανθ. Κόβγει βότ-τες Χίος Κρούω βόλταν Τραπ. Χτυπῶ βόλταν Ἀμισ. || ᾌσμ. Βάρ’ τὸ μάνταλο ’ς τὴν πόρτα κ’ ἔβγα ξέν-νοι͜αστη ’ς τὴν πόρτα Μεγίστ. Καράβι πεντακούβερτο ἦβγε νὰ ρίξῃ βόρτα, τὴν ἄγκουρά του ἔρριξεν εἰς τοῦ πασᾶ τὴν πόρτα Νίσυρ. Νὰ κάμω κύκλο ’ς τὸ βουνό, βόλιτα ’ς τὴ μαδάρα Κρήτ. Συνών. ἀναγυρίδα 1 δ, ἀπογυρίδα 2. γῦρος. β) ᾿Επιρρηματ., κατὰ περιφορὰν οἱονεὶ περιστροφικὴν κοιν.: Φρ. Παίρνω βόλτα τὰ σπίτιˬα-τά χωριˬὰ-τοὶς ἐκκλησίες κττ. (περιέρχομαι αὐτὰ κατὰ σειράν). 3) Καμπή, στροφὴ ὁδοῦ κοιν.: Ἀνήφορος-δρόμος-κατήφορος μἐ βόλτες κοιν. Τόν ἀπάdηξα ’ς τὴ βόλιτα τοῦ δρόμου Κρήτ. || Φρ. Παίρνω τὴ βόλτα (πορεύομαι οὐχὶ τὴν εὐθεῖαν ὁδόν, ἀλλὰ τὴν κυκλικὴν) κοιν. Συνών. ἀπογυρίδα 1 β. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Βόλτα Εὔβ. Βόλτες Σῦρ. Βόλτις Σαμοθρ. Βόλιτες Κρήτ. (Βιάνν.) Βότ-τα Ρόδ.Βότ-τες Χίος Μεγάλη Βόλτα Κύθηρ. Πβ. ἀναγυρίδα 1, ἀνάγυρος (Ι) 1, ἀπογύρι 1, ἀπογυρίδα 1, ἀπογύρισμα 1, ἀπόγυρος 1. β) Λοξοδρομία πλοίου πλαγιάζοντος πρὸς τὸν ἀντιθέτως πνέοντα ἄνεμον σύνηθ. καὶ Πόντ. (Τραπ.): Τὸ καΐκι κάνει βόλτες-ταξιδεύει μὲ βόλτες σύνηθ. γ) Ἐπιρρηματ., κατὰ πορείαν λοξοδρομικήν, ὄχι εὐθεῖαν Ἄνδρ. Τὸ καΐτσι πάει βόλτα. 4) Ἡ σπείρωσις τοῦ κοχλίου κοιν.: Ἀνοίγω-κόβω βόλτες. Βόλτα βαθε͜ιὰ-ρηχή. Φαγώθηκαν οἱ βόλτες τῆς βίδας. 5) Εἶδος πτυχῆς τοῦ γυναικείου ἐνδύματος Σκῦρ.: Ἔρχονται ἴσα οἱ βόττες. 6) Ἄνθος προσαρμοζόμενον ὡς κόσμημα εἰς τὸ ἀφτὶ ἢ τὸ στῆθος ἢ τὴν ζώνην (ἡ λ. παλαιότερον θὰ ἐδήλωνε κόσμημα ἔχον βόλτας, δηλ. σπειροειδὲς) Σκῦρ.: Βάζω βόττα ᾿ς τὸ ’φτὶ. || ᾌσμ. Βόττες λογιˬοῦν τῶνε λογιˬοῦ τὴ μέση σου ζωσμένη (λογιˬοῦν τῶνε λογιˬοῦ=λογιῶν λογιῶν). Βάλε βοττα μελικάρι | νὰ σὲ ποῦνε παλληκάρι (μελικάρι=νάρκισσος). 7) Ἁψίς, τόξον γενικῶς, ἰδίᾳ δὲ τὸ εἰς τὸ ἐσωτερικὸν οἰκοδομῆς ὑποβαστάζον τὴν ὀροφὴν τόξον Ἰων. (Κρήν.) Κέρκ. Κεφαλλ. Κύθηρ. Κύθν. Κύπρ. Νάξ. (Ἄνω Ποταμ. Ἀπύρανθ. Βόθρ. Δαμαλ. Δαμαρ. Κορων. Μον.) Σέριφ. Σίφν. Τῆν.: Τὸν εἶδα ποῦ περνοῦσε κάτω ἀπὸ τὰ βόρτα Κέρκ. Τὸ μαγερει͜ὸ ἔχει μέσα βόρτο Ἀπυρανθ. Γεφύριν μὲ βότ-ταν Κύπρ. β) Θόλος οἰκοδομῆς Κύπρ. Νάξ. (Βόθρ.) Σίφν. Χίος κ.ἀ.-Λεξ. Βλαστ. 320: ᾎσμ. Μιˬὰν ἐκκληὰν ἑφτάτρουλ-λην ’πουπάνω μὲ τὴν βότ-ταν Κύπρ. γ) Κοίλωμα τοξοειδὲς εἰς τὸ ἐσωτερικὸν τῆς οἰκίας συνήθως ὕπερθεν τῆς θύρας ἢ παραθύρου χρησιμοποιούμενον πρὸς φύλαξιν ἄρτου ἢ ἄλλου πράγματος Ἄνδρ. Ἰκαρ. Μύκ. Σίφν. Σῦρ. Τῆν. δ) Σανὶς κρεμαμένη μὲ δύο σχοινία ἐκ τῆς ὀροφῆς πρὸς ἀπόθεσιν ἄρτου Μύκ. κ.ἀ. 8) Θολωτὴ οἰκοδομὴ Κύπρ. Χίος κ.ἀ.: ᾎσμ. Ἐπήασιν ’ς τὴν βότ-ταν τους τὴν τενουρκοχτισμένην Κύπρ. β) Ἐξοχικὴ λιθόκτιστος καλύβη Λευκ. Χίος (Χαλκ.) κ.ἀ. 9) Ἁλιευτικὸν ὄργανον συνιστάμενον ἐκ μακροῦ στερεοῦ νήματος φέροντος ἓν μόνον ἄγκιστρον, δι᾽ οὗ ἁλιεύονται εὐμεγέθεις ἰχθύες Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Κωνπλ. Μακεδ. (Καστορ.) Πόντ. (Ἀμισ.) κ.ἀ.–Λεξ. Περίδ. Πρω. Δημητρ. 10) Εἰς τὴν γλῶσσαν τῶν σμυριδωρύχων, δώδεκα σωροὶ σμύριδος Νάξ. (Βόθρ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA