ἀραχνοσύννεφο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀραχνοσύννεφο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀραχνοσύννεφο τό, ΚΠαλαμ. Κύκλ. τετραστ. 135.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. ἀράχνη καὶ σύννεφο.

Σημασιολογία

Σύννεφον λεπτὸν καὶ μόλις ὁρατόν: Ποίημ. Ἕνα γαλάζιˬο ἀπόκομμα κιˬ ἀπάνου, μόλις τὰ διακρίνεις, δυˬὸ ἀραχνοσύννεφα τὸ χάος μοῦ φέρνουν ὅλου τ᾿ οὐρανοῦ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/