βολτάρω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βολτάρω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βολτάρω σύνηθ. βουλτάρου βόρ. ἰδιώμ. βολιτάρω Κρήτ. βολιτζάρω Κρήτ. βουλετάρω Α.Ρουμελ. (Σωζόπ.) βολτέρνω πολλαχ. βουλτέρνου Λέσβ. (Πάμφιλ.) βολιτέρνω Κρήτ. βορτάρω Ζάκ. Κύπρ. Νάξ. (Ἄνω Ποταμ. Βόθρ. Κινίδ.) Σέριφ. βορτζάρω Μεγίστ. βορτέρνω Κύθν. Νάξ. (Βόθρ.) βουττάρω Σάμ. βολταρίζω Παξ. κ.ἀ. βορταρίζω Σέριφ. βοτ-ταρίζω Χίος βουρτουράου Μακεδ. (Βέρ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Ἰταλ. voltare. Οἱ τύπ. βολιτζάρω καὶ βορτζάρω κατ’ ἐπίδρασιν τοῦ βολτετζάρω.

Σημασιολογία

Α) Κυριολ. 1) Κάμνω στροφήν, στρέφομαι Ζάκ. Κρήτ. κ.ἀ.: ᾌσμ. Καὶ ξανακρούει τ᾽ ἄλλη μιˬὰ ὀγιˬὰ νὰ βολιτάρῃ καὶ καταφτάνου dον ἐκε͜ιά, κρῖμας ’ς τὸ παλληκάρι Κρήτ. Τὸ φεgάρι κάνει βόρτα | τσῆ τσαgάραινας τὴ bόρτα κιˬ ἂ γυρίσῃ καὶ βορτάρῃ, | τὴ τζαgάραινα θὰ πάρῃ Ζάκ. β) Πηγαίνω οὐχὶ κατ’ εὐθεῖαν, ἀλλὰ μὲ στροφὰς Κρήτ. Κύπρ. Μακεδ. (Βέρ.) Νάξ. (Βόθρ. Γαλανᾶδ.) κ.ἀ.: Βορτάρει νὰ προφτάξῃ τὸ ζῷ Βόθρ. || ᾎσμ. Κιˬ ἀπῆς ἐκατεβήκανε κάτω ’ς τὸ περιγιˬάλι, καράβι ἐβολίταρε ὀγιˬὰ νὰ τσοὶ βαρκάρῃ Κρήτ. 2) Περιέρχομαί τινα ἤ τι κύκλῳ Κύπρ. Κύθν. Νάξ. (Βόθρ.) Σέριφ.: Βορτάρω τὸ νησὶ Σέριφ. Πήραμε ἀπάνω καὶ τοὺς βορτάραμε Βόθρ. Βορτέρνω τὸ χωράφι (πηγαίνω ἀπὸ τὸ ἕνα ἄκρον εἰς τὸ ἄλλο ἐνεργῶν τὸν θερισμὸν) Κύθν. β) Περιφέρω τινὰ κύκλῳ Νάξ. (Βόθρ.) γ) Περιστρέφω, περιελίσσω τι, οἷον σχοινίον Σύμ. κ.ἀ 3) Περιέρχομαι, περιφέρομαι, περιδιαβάζω πολλαχ.: Τῆς ἀρέσει νὰ βολτάρῃ ὅλη τὴν ὥρα. Πάμε νὰ βολτάρωμε λιγάκι. Τὰ καΐκιˬα βολτάρουν. Β) Μεταφ. 1) Διαφεύγω, ἐκφεύγω, ἐξολισθαίνω Νάξ. (Ἄνω Ποταμ. Βόθρ. Κινίδ.): Ὅλο καὶ μοῦ βορτάρεις. β) Φεύγω, ἐξαφανίζομαι Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Φρ. Θὰ βορτάρῃ ὁ νοῦς μου (θὰ τρελλαθῶ). γ) Ἀποχωρῶ, ὑποχωρῶ, ἐπὶ δημοπρασίας Α.Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) 2) Ἀναλαμβάνω ἀπὸ ἀσθένειαν, ἀναρρωνύω Πελοπν. (Βυτίν.) κ.ἀ. 3) Ἐξοικονομῶ τὰ ἔξοδά μου Στερελλ. (Αἰτωλ.): Τὰ βουλτάρου ἔτσ’ κ’ ἔτσ’. Πῶς νὰ τὰ βουλτάρου μὶ τ’ν ἀκρίβει͜α; 4) Ἐνεργῶ τι διὰ περιστροφῶν, παρελκύω Σίφν.: Τὸ βορτάρει καὶ τὸ βορτάρει ὁ δεῖνα. Πβ. βολταρίσκω, βολτετζάρω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/