ἀραχνούδσμαν

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀραχνούδσμαν

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀραχνούδσμαν τό, Πόντ. (Τραπ.) ’ραχνιδσμαν Πόντ. ῤαχνουδσμαν Πόντ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀραχνουδζω.

Σημασιολογία

Ὁ ἱστός τῆς ἀράχνης. Συνών. ἰδ. ἐν. ἀράχνη 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/