ἀραχνούλλα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀραχνούλλα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀραχνούλλα ἡ, κοιν.

Ετυμολογία

Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. ἀράχνη διὰ τῆς καταλ -ούλλα.

Σημασιολογία

Μικρὰ ἀράχνη. Συνών. ἀραχνίτσα 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/