βολτετζάρω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βολτετζάρω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βολτετζάρω Ἰθάκ. Κεφαλλ.-Λεξ. Μπριγκ. Πρω. Δημητρ. βολτετζάρου Σκῦρ. βολτατζάρω Ἀθῆν. Ἄνδρ. Α.Ρουμελ. (Σωζόπ.) Θρᾴκ. (Μάδυτ.) Πελοπν. Ἀργολ. Ἀρκαδ.) κ.ἀ.-ΑΜαμμέλ. Σκοποὶ 73 Θαλασσιν. 51 καὶ ἐν Ἀνθολ. ΗἈποστολίδ. 225 -Λεξ. Περίδ. Βυζ. Μπριγκ. Βλαστ. Δημητρ. βολτατζάρου Τσακων. βουλτατζάρου Θεσσ. (Ζαγορ.) βολταζάρω Μύκ. βολτατζέρνω Βιθυν. βουλτατζέρου Λυκ. (Λιβύσσ.) βολτετζαρίζω ΝΣαντοριν. Ἀγγελοκρ. 5 βολτατζαρίζω Σκίαθ. βορτετζάρω Κέρκ. βορτεζάρω Νάξ. (Τσικαλαρ.) βορdατσάρου Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) βορταζάρω Κάσ. βορταζέρω Κάσ. βορτατζέρω Μεγίστ. βοτ-τατζέρω Σύμ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Ἰταλ. volteggiare.

Σημασιολογία

1) Προχωρῶ οὐχὶ κατ’ εὐθεῖαν, ἀλλὰ μὲ στροφάς, λοξοδρομῶ, ἰδίᾳ ἐπὶ πλοίων ἔνθ᾽ ἀν.: Τὸ καΐκι βολτατζάρει Λεξ. Δημητρ. Τὸ καράβι βολτατζάρει ΑΜαμμέλ. ἐν Ἀνθολ. ΗἈποστολίδ. ἔνθ’ ἀν. 2) Κάμνω περιφοράν, περιδιαβάζω, περιφέρομαι, περιπατῶ Θρᾴκ. (Μάδυτ.) Ἰθάκ. Κάσ. Κεφαλλ. Μεγίστ. Μύκ. Νάξ. (Τσικαλαρ.) Πε-Πελοπν. (Ἀργολ. Ἀρκαδ. Κίτ. Μαν.) Σύμ. Τσακων. κ.ἀ.-ΑΜαμμέλ. Σκοποὶ 73-Λεξ. Περίδ. Μπριγκ. Βλαστ. Πρω. Δημητρ.: ᾌσμ. Βίρα νὰ βιράρουμε | καὶ νὰ βολτετζάρουμε Ἰθάκ. Ὁ νοῦς μου πεˬὸ ἐμίκρυνε ὡσὰ gουκκὶ πιπέρι κιˬ ὅπου κιˬ ἂν πάῃς καὶ σταθῇς, μαζί σου βορταζέρει Κάσ. 3) Μεταφ. μεταβάλλομαι Ἀθῆν. κ.ἀ.: Σάμπως τὰ πράματα βολτατζάρουν. Πβ. βολταρίσκω, βολτάρω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/