γαττουδιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαττουδιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γαττουδιˬάζω ἀμάρτ. κατ-τουδκιˬάζω Κύπρ. καττουδζω Πόντ. (’Αμισ. Χαλδ.) Μέσ. καττουδομαι Πόντ. (Σταυρ. Χαλδ.)

Σημασιολογία

1) ’Ενεργ.,τίκτω (ἐπὶ γαλῶν) Πόντ. (᾽Αμισ. Χαλδ.) 2) ’Ενεργ. καὶ μέσ., συστέλλομαι, πτήσσω, ἔχω ἐμφάνισιν συνεσταλμένην καὶ περιδεῆ (ἐκ φόβου, ψύχους, κλπ.) Κύπρ. Πόντ. (Σταυρ. Χαλδ.) : ᾿Εκατ-τούδκιˬασεν’ ποὺ τὴν πολλὴν κρυότην Κύπρ. ᾽Εκατ-τούδκιˬασεν ’ποῦ τὸ φ-φό’ον του αὐτόθ. ’Εκαττουδεν καὶ στέκ’ (στέκεται σὰν φοβισμένη γάττα) Πόντ. (Σταυρ.) Συνών. γαυριδιˬάζω. ζαρώνω, κατσιˬάζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/