- βολῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
- βολῶ
Τύπος
Λήμμα
Τυπολογία
-βολῶ κατάλ. παραγωγικὴ σύνηθ. βουλῶ βόρ. ἰδιώμ.
Ετυμολογία
Ἐκ παλαιῶν παρασυνθέτων ρημάτων ληγόντων εἰς -βολῶ ἀπεχωρίσθη τὸ -βολῶ ὡς ἰδία παραγωγικὴ κατάληξις. Ἰδ. ΓΧατζιδ. ἐν Ἀθηνᾷ. 22 (1910) 243 κἑξ.
Σημασιολογία
Δι’ αὐτῆς σχηματίζονται ρήματα ἐκφράζοντα θαμιστικὴν ἢ ἐπιτατικὴν ἐνέργειαν ἢ πρᾶξιν 1) Ἐξ ὀνομάτων, οἷον: ἄσπρος-ἀσπροβολῶ, μόσκος-μοσκοβολῶ, πέτρα-πετροβολῶ, χαλάζι-χαλαζοβολῶ κττ. 2) Ἐκ ρημάτων, οἷον: ἀστράφτω-ἀστραφτωβολῶ, ἅφτω-ἁφτωβολῶ, ξερνῶ-ξερνωβολῶ κττ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA