ἀρβαλλεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρβαλλεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀρβαλλεύω Πελοπν. (Λακων. Μάν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀρβάλλι.
Σημασιολογία
Παράγω κρότον. Συνών. ἀρβαλλίζω 1β.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA