βομπυκίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βομπυκίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βομπυκίζω, βουμπατίζω Κύπρ. βουμβουτίζω Κύπρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. βόμπυκας.

Σημασιολογία

Βομβῶ: Οὕλ-λην νύχταν ’ὲν ἐτοιμήθηκα, γιˬατὶ ἐβουμπατίζαν μέσ’ ’ς τ’ ἀφκιˬά μου τὰ κουνούπκιˬα. Συνών. βαβουρίζω 1, βάζω (Ι) 4 δ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/