ἀρβαλλητὸ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρβαλλητὸ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀρβαλλητό τό, Πελοπν. (Λακων.) -Λεξ. Δημητρ. ἀβαλλητό Κύθηρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀρβαλλῶ, δι᾽ ὃ ἰδ. ἀρβαλλίζω.

Σημασιολογία

Ἀρβάλλα (ΙΙ), ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν. Ἀρβαλλητὸ ποῦ γίνεται! Τί ἀβαλλητὸ ποῦ κάνουνε!

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/