ἀρβαλλίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρβαλλίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀρβαλλίζω Κύθηρ. Κύπρ. Πελοπν. (Βούρβουρ. Δημητσάν. Κυνουρ. Λεβέτσ. Μάν.) κ.ἀ. ἀρβαλλάω Πελοπν. (Ἀνδρίτσ. Γορτυν. Κουτήφαρ. Λακων. Λεῦκτρ. Μάν. Μεγαλόπ. ᾽Ολυμπ. Τριφυλ.) κ.ἀ. ἀβαλλίζω Κύθηρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἀρχαίου βαλλίζω=πηδῶ, σκιρτῶ, χορεύω, προστεθέντος τοῦ ἀρκτικοῦ α διὰ τὴν συνεκφ. τοῦ νὰ ἢ θὰ καὶ ἀναπτυχθέντος τοῦ ρ διὰ τὸ ἑπόμενον ὑγρὸν λ. ᾿Ιδ. ΦΚουκουλ. ἐν Ἀθηνᾷ 29 (1917) Λεξικογρ. ᾿Αρχ. 96.
Σημασιολογία
1) Χορεύω μετὰ πολλοῦ θορύβου καὶ κρότου Κύθηρ.: Ἀβαλλίζουνε τὰ παιδία. β) Θορυβῶ, κροτῶ Κύθηρ. Πελοπν. (Ἀνδρίτσ. Γορτυν. Δημητσάν. Κουτήφαρ. Κυνουρ. Λακων. Λεβέτσ. Λεῦκτρ. Μάν. Μεγαλόπ. Μεσσ. Ὀλυμπ. Τριφυλ. κ.ἀ.) Τί ἀρβαλλάει ἐκεῖ; Τριφυλ. Ἀρβάλλιζαν ποντίκιˬα ἀπόψε Δημητσάν. || ᾎσμ. Δὲν εἶναι σοῦκα νὰ ζουλε͜ιοῦνται, εἶναι καρύδιˬα κιˬ ἀρβαλλοῦνε (σοῦκα=σῦκα) Λακων. Συνών. ἀρβαλεύω 2) Φλυαρῶ Πελοπν. (Βούρβουρ.) 3) Κοσκινίζω τὸν σῖτον καὶ τοὺς ὁμοίους δημητριακοὺς καρποὺς πρὸς ἀποχωρισμὸν τῶν ξένων οὐσιῶν, λιθαρίων κττ., ἢ τὸ χῶμα πρὸς ἀποχωρισμὸν τῶν χονδρῶν λιθαρίων Κύπρ.: ’Εφέρασίν μου χῶμα τ’ εἶπα τους τιˬ ἀρβάλλισάν το.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA