γαττουλόκακο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαττουλόκακο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γαττουλόκακο τό, ἀμάρτ. κατσουλόκακο Νάξ. (᾽Απύρανθ.) Πάρ. κασουλόκακο Μύκ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν οὐσ. γαττούλα, παρ’ ὃ καὶ κατσούλα καὶ κασούλα, καὶ κακό, δι᾽ ὃ ἰδ. κακός.
Σημασιολογία
1) Τὸ γαττομάνι, ὃ ἰδ. Νάξ. (᾽Απύρανθ.) : Εἶdα κατσουλόκακο ’ναι ἀπάνω ’ς τὰ δώματα; ’εμᾶτος εἶν’ ὁ κόσμος ’ς τσὶ γάττες. β) Μεταφ., ὁ ἐκ τῶν φωνῶν ἐριζόντων προσώπων προκαλούμενος θόρυβος Νάξ. (᾽Απύρανθ.) : Μὰ εἶdα κατσουλόκακο ’ν’ ποὺ ’ίνεται μέσα ’ς τὸ σπίτι; Συνών. γαττουλόγαμος 3. γ) Παιδίον φωνασκοῦν καὶ προκαλοῦν ἐκκωφαντικὸν ἤ ἐκνευριστικὸν θόρυβον Νάξ. (᾽Απύρανθ.) : Ποὺ νὰ σᾶσε κάψῃ ἡ φωθιˬά, κατσουλόκακα, κ’ εἶdα κακὸ εἶν᾿ ποὺ κάνετε! 2) Ὁ γενετήσιος ὀργασμὸς τῶν γαλῶν Πάρ. : Οἱ βρωμόγαττοι! Κατσουλόκακο ἔχουνε πάλι! β) Συνεκδ ., ὁ σκανδαλώδης ἐρωτικὸς ὀργασμός, ἡ ἐρωτικὴ ἔξαψις (ἐπὶ ἀνθρώπων) Μύκ. Πάρ. : Κατσουλόκακο σ’ ἔπιˬασε, μουρή ; Πάρ. Κατσουλόκακο νὰ σὲ πιˬάσῃ! (ἀρά) αὐτόθ. Κασουλόκακο ἔ’εις, κακόμερε, τσαί δε gάθεσαι σταλιά! Μύκ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA