ἀρβάλλισμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρβάλλισμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀρβάλλισμα τό, ἀμάρτ. ἀρβάλλημα Πελοπν. (Γορτυν. Λακων.) -Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀρβαλλίζω, παρ’ ὃ καὶ ἀρβαλλάω.
Σημασιολογία
Ἀρβάλλα (ΙΙ), ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν.: Μὲ τὸ ἀρβάλλημα ποῦ ᾿καναν οἱ διπλανοὶ δὲ μπόρεσα πεˬὰ νὰ κοιμηθῶ Λεξ. Δημητρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA