γάττουλος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γάττουλος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γάττουλος ὁ, ἀμάρτ. κάτσουλος Ἀθῆν. (παλαιότ.) κάτσουλε Τσακων. (Πραστ. Χαβουτσ.) κατσοῦλος Πελοπν. (Ἀχαΐα)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. γαττούλα, παρ’ ὃ καὶ κατσούλα, κατὰ μετασχηματισμὸν καὶ κατ’ ἔννοιαν μεγεθυντικήν.

Σημασιολογία

1) Γάτταρος, ὃ ἰδ. ’Αθῆν. (παλαιότ.) Τσακων. (Πραστ. ): Πετε͜ιέται ὁ ἄλλος κάτσουλος, ποὺ ἤτανε ’ς τὴν ἀσκάλα (ἐκ παραμυθ.) ’Αθῆν. (παλαιότ.) Ὅρα ἕνα κάτσουλε ’ ἔν᾽ παίου (κοίταξε ἕνα γάτταρο ποὺ ἔρχεται) Πραστ. β) Γάττος 1, ὃ ἰδ. Τσακων. (Χαβουτσ.) 2) Μεταφ., ἄνθρωπος πονηρὸς καὶ δόλιος Πελοπν. (’Αχαΐα) : Φύγε, κατσοῦλο, ἀπὸ μπροστά μου, γιˬατὶ κἄτι λάκκο μοῦ σκάβεις Πβ. γάττος 5. Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπών. ὑπὸ τύπ. Κατσοῦλος Πελοπν. (Κυνουρ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/