γαττουλὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαττουλὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γαττουλὸς ἐπίθ. ἀμάρτ. κατσουλὸς Κάρπ. Κρήτ. Πελοπν. (Κίτ. Μάν. Τριφυλ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. γαττούλα, παρ’ ὃ καὶ κατσούλα. Διὰ τὸν σχηματισμὸν, βλ. Γ.Χατζιδ., Λαογρ. 7 (1923), 91.

Σημασιολογία

᾿Επὶ ὀφθαλμῶν, ὁ ἔχων τὸ χρῶμα τῶν ὀφθαλμῶν τῆς γαλῆς (κυανοῦν λίαν ἀνοικτὸν) ἔνθ’ ἀν. : Μάθιˬα κατσουλὰ σὰ dὸ bλάβο τ᾿ὀρανοῦ Κρήτ. Ἔχει μάιτα κατσουλὰ Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Ἔχει κἄτι μάτιˬα κατσουλά Πελοπν. (Τριφυλ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/