γαττουλόσκατο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαττουλόσκατο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γαττουλόσκατο τό, ἀμάρτ. κατσουλόσκατο Πελοπν. (Γαργαλ.) κατσου’όσκατο Κρήτ. (᾿Αλίκαμπ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν οὐσ. γαττούλα, παρ᾿ ὃ καὶ κατσούλα, καὶ σκατό.
Σημασιολογία
Γαττιˬὰ 1, ὃ ἰδ.: Οἱ παλιˬόγαττες! Μοῦ γιˬομίσανε τὸ gῆπο κατσουλόσκατα Γαργαλ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA