βορβολούλουδο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βορβολούλουδο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βορβολούλουδο τό, Ζάκ. Κέρκ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν οὐσ. βορβὸς καὶ λουλούδι.
Σημασιολογία
Εἶδος ἀγρίου χόρτου ἐδωδίμου.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA