γαττουλοφαγωμένος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαττουλοφαγωμένος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γαττουλοφαγωμένος ἐπίθ. ἀμάρτ. κατσουλοφαωμένος Κρήτ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. γαττούλα, παρ’ ὃ καὶ κατσούλα, καὶ τῆς μετοχ. φαγωμένος, τοῦ ρ. τρώγω.

Σημασιολογία

1) Γαττοφαγωμένος 1, ὃ ἰδ.: Μὴν τὸ φάῃς τὸ τυρί, πρέπει πὼς εἶναι κατσουλοφαωμένο. 2) Γαττοφαγωμένος 2, ὃ ἰδ. : Κατσουλοφαωμένο εἶν’ ἀπόψε τὸ φεγγάρι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/