γαττουλοφούρνι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαττουλοφούρνι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γαττουλοφούρνι τό, ἀμάρτ. κατσουλοφούρνι Πελοπν. (Βερεστ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῶν οὐσ. γαττούλα, παρ’ ὃ καὶ κατσούλα, καὶ φοῦρνος.

Σημασιολογία

Εἶδος μικροῦ λάκκου σχηματιζομένου εἰς τὸ ἐμπρόσθιον καὶ ἰσόγειον μέρος τοῦ φούρνου τῆς οἰκογενείας, πρὸς ἐναπόθεσιν τῆς τέφρας τῶν διὰ τὴν πύρωσιν αὐτοῦ καιομένων κλάδων, ὅπου καταφεύγουν συχνὰ αἱ γαλαῖ, ἰδία κατὰ τὸν χειμῶνα, εἰς ἀναζήτησιν θερμότητος ἔνθ᾽ ἀν. : Ὅπως τὰ κάμανε. θὰ dόνε χώσῃ καμμιˬὰ μέρα ᾿ς τὸ κατσουλοφούρνι τὸ bεθερό της Βερεστ. Συνών. σταχτοφούρνι, φουρνόλακκος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/