ἀρβανίκος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρβανίκος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀρβανίκος ὁ, Κεφαλλ. ἀρβανίκους Μακεδ. (Βλάστ. Κοζ.) ἀρβανίκου τό, Μακεδ. (Κοζ.)
Ετυμολογία
Ἀγνώστου ἐτύμου.
Σημασιολογία
Φρέαρ ἔνθ’ ἀν.: Ἔπεσε ὁ κουβᾶς μέσ᾿ ᾿ς τὸν ἀρβανίκο Κεφαλλ. Ἀρβανίκους βαθὺς Κοζ. Τοῦ ἀρβανίκου τοὺ νιρὸ βλάφτ’ αὐτόθ. Συνών. πηγάδι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA