Ἀρβανίτης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
Ἀρβανίτης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
Ἀρβανίτης ὁ, κοιν. Ἀρβανίτ’ς βόρ. ἰδιώμ. Πληθ. Ἀρβανιτᾶδες Θρᾴκ. (Σκοπ.)
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. ἐθνικὸν ὄν. Ἀρβανίτης. Περὶ τῆς λ. ἰδ. ΠΦουρίκ. ἐν Ἀθηνᾷ 43 (1931) 3 κἑξ.
Σημασιολογία
1) Ὁ κάτοικος τῆς Ἀλβανίας, Ἀλβανὸς κοιν. Ἡ λ. συνήθως μεταφ. ἐπὶ τοῦ θορυβοποιοῦ, τοῦ ὀξυθύμου, τοῦ πείσμονος, τοῦ βλακὸς (πβ. κουταρβανίτης), τοῦ βιαίου τυραννικοῦ, ἀδίκου καὶ δολίου, ἢ τοῦ ἐκ πυρὸς ὑπερθέρμου: Φρ. Σὰν ᾿Αρβανίτης κάνεις (πρὸς τὸν θορυβοῦντα) Πελοπν. (Δημητσάν.) Τῆν. Ἔκαψε τὸ φοῦρνο καὶ τὸν ἔκαμε Ἀρβανίτη Λεξ. Δημητρ. Λησμόνησε ’ς τὴ φωτιˬὰ τὸ σίδερο κ᾿ ἔγινε Ἀρβανίτης (συνών. φρ. ἔγινε Τοῦρκος) αὐτόθ. || Παροιμ. Ὁ Θεὸς δὲν εἶναι Ἀρβανίτης (δὲν εἶναι ἄδικος καὶ σκληρὸς πρὸς τὸν ἀδικούμενον, ἀλλά, ἂν καὶ ἀργά, τιμωρεῖ ὅμως τοὺς ἀδικοῦντας) πολλαχ. Ὁ Ἀρβανίτης ὅταν δὲν ἔχῃ τί νὰ κλέψῃ, κλέφτει τά παπούτσια του (ἐπὶ τοῦ μὴ δυναμένου νὰ ἀποβάλῃ κακὰς συνηθείας) Ἤπ. Οὑ Ἀρβανίτ’ς τὴ φιλία ’ς τοὺ γόνα τ᾽ τ᾿ν ἔ᾽ (δηλ. μόλις ἐγερθῇ πίπτει καὶ χάνεται ἡ φιλία. Ἐπὶ τῆς δολιότητος καὶ ἀπιστίας τῶν Ἀλβανῶν) Μακεδ. Ἀρβανίτη ἄν κάμῃς φίλο, | βάστα καὶ κομμάτι ξύλο (ὁ ὑπὸ δολίου φίλου ἀπατώμενος πρέπει νὰ προφυλάσσεται πάντοτε ἐξ αὐτοῦ) ΙΒενιζέλ. Παροιμ.2 31,400 Ἀρβανίτης κάνει γάμου | μὶ φακῆ κὶ μὶ κουρκούτι κὶ μὶ λάχανα βρασμένα (ἐπὶ πτωχῶν νυμφευομένων) Μακεδ. (Τσοτίλ.). Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπών. καὶ τοπων. πολλαχ. καὶ ὑπὸ τὸν τύπ. Ἡ Ράχι τ᾿ Ἀρβανίτη τοπων. Νάξ. (᾿Απύρανθ.) 2) Ὁ κάτοικος τῆς ᾽Ηπείρου ὡς ὁμόρου τῆς Ἀλβανίας, ’Ηπειρώτης Κωνπλ. Παξ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ. 3) Ὁ βορειοδυτικὸς ἄνεμος Ἤπ. (Ζαγόρ.) Ἡ λ. τῶν ποιμένων Σαρακατσαναίων, πρὸς οὓς ἐν Ζαγορ. διαμένοντας ἡ Ἀλβανία κεῖται βορειοδυτικῶς. 4) Παιδιὰ καθ᾽ ἣν πηδοῦν ἐναλλὰξ δι’ ἑκατέρου τῶν ποδῶν Πελοπν. (Λακων.) 5) Ὡς ναυτικὸς ὅρ. εἶδος ραφῆς ἱστίων, ἤτοι τὸ πρόσθετον καὶ ἀραιὸν ράψιμον τῆς μπίντας Ναύστ.: Ράβω Ἀρβανίτη. Συνών. ἀρβανιτόρραμμα. 6) Εἶδος κοχλίου ἐδωδίμου μὲ ὄστρακον ὑπόλευκον ζῶντος εἰς ὀρεινὰ μέρη Σκῦρ. 7) Σκορπιὸς Κωνπλ. 8) Εἶδος σταφυλῆς Λέρ.: Σταφύλιˬα Ἀρβανίτες. 9) Ποικιλία χειμερινῆς μηλέας Θεσσ. (Πήλ.) 10) Τὸ φυτὸν ἀσφόδελος Πελοπν. (Λακων.) 11) Τὸ θηλ. Ἀρβανίτσα ἐν τῇ συνθηματικῇ γλώσσῃ=καρύδι Ἤπ. (Δρόβιαν. Κόνιτσ.) Πβ. Ἀρναούτης.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA