βορβορόπηλα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βορβορόπηλα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βορβορόπηλα τά, Κύπρ. βορβόπηλα Κύπρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. βόρβορος καὶ πηλά, δι’ ὃ ἰδ. πηλός. Ὁ τύπ. βορβόπηλα κατ’ ἀνομ. Ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1,224.

Σημασιολογία

Λάσπη ἀκάθαρτος, βρωμερά, βόρβορος: Ἐπερνοῦσεν ἕνα ἁμάξιν τσ’ ἐπιτσύλησέν με βορβόπηλα. || Παροιμ. Ὅπκο͜ιος ἀνακατών-νει τὰ βορβόπηλα μπαίννουν μέσ’ ’ς τὴν μούτ-την του. Συνών. βορβοπηλιˬά, 1, βορβοροπηλός, βόρβορος Α 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/