Ἀρβανίτικος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
Ἀρβανίτικος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
Ἀρβανίτικος ἐπίθ. κοιν. Ἀρβανίτ’κους βόρ. ἰδιώμ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐθνικοῦ ὀν. Ἀρβανίτης ἢ τοῦ τοπων. Ἀρβανιτιˬὰ καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ικος.
Σημασιολογία
1) Ὁ ἀνήκων ἢ ἰδιάζων εἰς τοὺς Ἀλβανοὺς ἢ ὁ παρ’ Ἀλβανοῖς ἐν χρήσει ἢ ὁ ἐξ Ἀλβανίας προερχόμενος κοιν.: Ἀρβανίτικα χτήματα. Ἀρβανίτικη συνήθεια. Φασόλια Ἀρβανίτικα κοιν. Ἀρβανίτικος χορὸς καὶ οὐσ. Ἀρβανίτικος (εἶδος χοροῦ πηδηκτοῦ. Συνών. Τσάμικος) πολλαχ. || Φρ. Ἀρβανίτικο κεφάλι (ἐπὶ τοῦ πείσμονος) κοιν. Ἀρβανίτικο γινάτι (ἐπὶ ἰσχυροῦ πείσματος). Ἀρβανίτικο μπουρίνι (ὀργὴ μανιώδης) σύνηθ. Τὸν ἔπιˬασε τ᾿ Ἀρβανίτικο (ἐνν. γινάτι Ἐπὶ τοῦ πείσμονος. Συνών. φρ. Τὸν ἔπιˬασε τ᾿ Ἀράπικο-τὸ Μανιˬάτικο) πολλαχ. Ἀρβανίτικο μοιράσι (ἄδικη διανομὴ) Λεξ. Δημητρ. Ἀρβανίτικη φωτιˬὰ (ἰσχυρὰ) αὐτόθ. Κολοκύθια, τούμπανα, Ἀρβανίτικος χορὸς (ἐπὶ ἀσυναρτήτων λόγων) Πελοπν. (Κορινθ.) 2) Τὸ οὐδ. οὐσ., χορὸς τῶν ’Αλβανῶν Ἤπ. Μακεδ. (Βλάστ.) Πελοπν. (Κυνουρ. Πυλ.) κ.ἀ. β) Παιδικὸν παίγνιον Α.Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) γ) Αἴξ ὄπισθεν κατάλευκος καὶ ἔμπροσθεν λευκὴ μὲ ἐρυθρᾶς ραβδώσεις Σκῦρ. δ) Πληθ. ἡ Ἀλβανικὴ γλῶσσα κοιν.: Καταλαβαίνω-μιλῶ-ξέρω τ᾽ Ἀρβανίτικα κοιν. Τὸ οὐδ. Ἀρβανίτικο τοπων. Ἤπ. Πβ. Ἀρναούτικος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA