ἀρβανιτοκόρη

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρβανιτοκόρη

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀρβανιτοκόρη ἡ, Ἤπ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐθνικοῦ ὀν. Ἀρβανίτης καὶ τοῦ οὐσ. κόρη.

Σημασιολογία

Κόρη Ἀλβανίς: ᾎσμ. Μάννα καὶ γιὸς ἐμάλωναν γιὰ μιˬὰ ἀρβανιτοκόρη, μάννα μου, θὰ τὴν πάρωμε τὴν ἀρβανιτοκόρη.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/