βορδωκοίλης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βορδωκοίλης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
βορδωκοίλης ἐπίθ. Κρήτ. βουρδωκοίλης Ἰων. (Πέργαμ.) Οὐδ. βορδωκοίλι Προπ. (Ἀρτάκ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. βόρδως καὶ κοιλιˬὰ καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ης. Περὶ τοῦ οὐδετέρου βορδωκοίλι πβ ἌνθΠαπαδόπ. ἐν Ἀθηνᾷ. 37 (1925) 137 κἑξ.
Σημασιολογία
1)Ὁ ἔχων κοιλίαν ἐξωγκωμένην, γάστρων Κρήτ. Συνών. ἀσκοκοίλης, βατραχοκοίλης 1, βοιˬδοκοίλης, βοιˬδοκοιλιˬᾶς, κοιλαρᾶς. β) Ὁ κοντὸς τὸ ἀνάστημα καὶ χονδρὸς Ἰων. (Πέργαμ.) 2) Οὐδ., τὸ ἐντελῶς στρογγυλόν, ὁλοστρόγγυλον Προπ. (Ἀρτάκ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA