ἀρβανιτουριˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρβανιτουριˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀρβανιτουριˬὰ ἡ, Λεξ. Δημητρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐθνικοῦ ὀν. Ἀρβανίτης καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ουριˬά. Πβ. κλέφτης-κλεφτουριˬὰ κτλ.

Σημασιολογία

1) Περιληπτικῶς Ἀλβανοὶ ἢ Ἀλβανικὴ ἐθνότης ἢ Ἀλβανικὰ στίφη: Ἀπὸ τὰ παλα͜ιὰ τὰ χρόνιˬα ἡ ἀρβανιτουριˬὰ ἦρθε καὶ κόνεψε δίπλα ᾿ς τὸ χωριˬό μας. Πλάκωσε ἡ ἀρβανιτουριˬά. 2) Ἀκαθαρσία, ρυπαρότης: ἡ ἀρβανιτουριˬά σου θὰ σὲ ψειριˬάσῃ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/