γαῦρος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαῦρος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γαῦρος ἐπίθ. Π. Βλαστ., ᾽Αργώ, 320 Ἀ. Μαμμέλ., Θαλασσιν., 41 Κ. Κρυστάλλ., Ἔργα 1, 33, 122 Κ. Παλαμ., ᾽Ασάλ Ζωή2, 58 -Λεξ. Περίδ. Δημητρ.
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. γαῦρος.
Σημασιολογία
1)Ὑπερήφανος, ἐπηρμένος, κομπαστικὸς Κ. Κρυστάλλ., ἔνθ᾽ ἀν. - Λεξ. Περίδ. Δημητρ.: Ποιήμ. Μπαίνομε μέσα. Κτήρια εἴδαμε τότε γαῦρα, ποὺ μέσα τους βασίλευε κρύα σιγὴ μεγάλη Κ. Κρυστάλλ ἔνθ’ ἀν., 33 Συνωφρυώθη αἰφνηδὸν τὸ γαῦρον μέτωπόν του. Ἔπαυσε ψάλλων. Ἔγινεν ὠχρὸν τὸ πρόσωπόν του αὐτόθ., 122. 2) Ὁρμητικός, βίαιος, ἀκάθεκτος Π.Βλαστ., ἔνθ’ ἀν. ᾽Α. Μαμμέλ., ἔνθ᾽ ἀν. Κ. Παλαμ., ἔνθ’ ἀν. - Λεξ. Δημητρ.: Ποιήμ. Φίδι νά ’βρη σε, σαπίτης γαῦρος νὰ σὲ λιμπιστῇ,νὰ εἶσαι μπαίγνιˬο πατημένο, μούμιˬας σκλήθρα ζαρωτή Π. Βλαστ., ἔνθ’ ἀν. Κιˬ ἂν γαῦροι καιροὶ φυσοῦν, βοριˬᾶδες ἢ μαΐστροι ᾽Α. Μαμμέλ ἔνθ’ ἀν. Ὅλο καὶ δρόμος κιˬ ὅλο ἐμπρός, μὰ ὅσο νὰ φτάσω σὲ ἄκρη, τοῦ ἀλόγου ἀσημοπέταλου βαστῶ τὴ γαύρη ὁρμὴ Κ. Παλαμ., ἔνθ’ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA