΄γγάστρι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
΄γγάστρι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
᾿γγάστρι τό, σύνηθ. ’γγάστριν Λυκ (Λιβύσσ.) ἀγγάστρι ἐνιαχ. καὶ Πόντ. (Ἰνέπ. Σινώπ.) ἀγγάστριν Κύπρ. ἀγγάστρ᾿ Θάσ. ἀγγάστιρ’ Ἴμβρ. γάστρι Αἴγιν. Κρήτ. Νάξ. (Γλυνᾶδ.) Πόντ. (Οἰν.) ἀγάστρι ᾿ΑΚρήτ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ’γγαστρώνω, παρ’ ὃ καὶ ἀγγαστρώνω καὶ γαστρώνω. Διὰ τὸν σχηματισμὸν βλ. Γ. Χατζιδ., ’Επιστ. ᾽Επετ. Πανεπ. 7 (1910-11 ), 68|69. Γλωσσολ. Μελέτ., 171 σημ. 1. Ὁ τύπ. ἀγγάστιρ’ δι᾽ ἀνάπτυξιν συνοδίτου φθόγγου. Πβ. Ν. ’Ανδριώτ., ᾽Αθηνᾶ 42 (1930), 150. Οἱ τύπ. ᾿γγάστρι καὶ γάστρι καὶ παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
1) Ἡ ἐγκυμοσύνη, ἡ κατάστασις τῆς ἐγκύου γυναικὸς (σπανιώτερον καὶ θήλεος ζῴου) σύνηθ. καὶ Πόντ. (’Ινέπ. Οἰν. Σινώπ ): Κάνει ἄσκημο ᾿γγάστρι. Τό ’χει τὸ ᾿γγάστρι της νὰ θέλῃ τὰ ξινὰ σύνηθ. Τὸ γιˬουρεύγει τὸ ᾿γγάστρι μου Μέγαρ. Εἶdα νὰ κάμω, ἀφοῦ τὸ ᾿γγάστρι μου τὸ θέ’! Μύκ. Τού τραυάει τού’γγάστρι τ᾿ς Στερελλ. (Ὑπάτ.κ.ἀ.) Τὸ σέρνει τ’ἀγγάστρι τση Θήρ. Τ’ ἀγγάστριν της ταυρᾶ ὄξινα Κύπρ. ’Αγγάστρι ἔχει καὶ δὲν εἶναι γιˬὰ βαρὲς δουλε͜ιὲς Κρήτ. (Σητ. ) Ἔνο͜ιουσι τ’ ἀγγάστρ’ τ᾿ς Θάσ. Πολλὰ βαρὺ γάστριν ἔει Πόντ. (Οἰν.) Τὸ γάστρι τζη τό ’χει καὶ κάνει ἐμετὸ Νάξ. (Γλυνᾶδ.) Κακὸ ἀγάστρι ἔχει Κρήτ. (Μεραμβ.) Ἡ γαδούρα ξυπᾶται, τὸ ᾿γγάστρι πρέπει νὰ τό ’χῃ (ξυπᾶται=τρομάζει) Σίφν. || Παροιμ. Ἡ ἀρκαρὰ τὸ ᾿γγάστρι της κρουφὸ καμάρι τό ’χει (ἀρκαρὰ=ἀρχαρία, πρωτοτόκος∙ ἐπὶ τῶν ὑπερηφανευομένων δι’ ἐπιτεύγματα συνήθη, ἀλλὰ πρωτόλεια) Κάρπ. Ἡ νιˬόπανdρη τὸ ᾿γγάστριν-dης πανηγυρίτσιν dό ’χει (συνών. τῆ προηγ.) Νίσυρ. Ὁπὄχει ᾿γγάστρι γιὰ παιδί, ’ς τὸ γάμο τι’ γυρεύγει; (γιˬὰ=ἤ∙ ἐπὶ τῶν ἐχόντων ἤ προβαλλόντων σοβαρὸν κώλυμα διὰ τὴν μὴ συμμετοχήν εἰς διασκεδάσεις) Μεγίστ. Ἁπ’ ἀντραπῇ κι ἀγγαστρωθῇ, πικρὸν ἀγγάστριν ἔχει (ἁποὺ=ὁπού, ὅποιος∙ ἐπὶ τῶν δυσαρέστων συνεπειῶν, εἰς ἃς ὑπόκεινται οἱ ἐξ αἰδημοσύνης ἢ ἀτολμίας παρασυρόμενοι εἰς κακὰς πράξεις) Κύπρ. || Ἄσμ. Μιˬὰ κόρη κρουφογγάστρωτη καὶ κρουφογγαστρωμένη κρουφὰ κρατεῖ τὸ ᾿γγάστρι τ-της, κρουφὰ τὸ καμαρώνει Κάρπ. Θέλω νὰ βρῶ τὴ μάννα dου γιˬὰ νὰ dὴν ἐρωτήσω τι' ἔφαγε ᾿ς τὸ γάστρι της, ὁποὺ μυρίζ’ ὁ γιˬός της Αἴγιν. Καλογριˬοπούλα, καλογριˬά, μικρὴ καλογριˬοπούλα, εἶdά ’τρωγες ’ς τὸ γάστρι σου κ’ ἐμύριζεν ὁ γιός σου; ΔΚρήτ. Συνών. βαρεμωσύνη, ᾿γγαστριὰ 1, ᾽γγάστρωμα 1, φόρτωμα. 2) Ἐπὶ ἐντόμων, ἡ γονιμοποίησις τοῦ θήλεος. Μεγίστ.: Οἱ ἀρσινικοὶ εἶναι μ-μόνο γιὰ τὸ ᾿γγάστρι (οἱ κηφῆνες τῶν μελισσῶν χρειάζονται μόνον διὰ τὴν γονιμοποίησιν τῆς βασιλίσσης). 3) ’Επὶ δημητριακῶν, ἡ ἐποχὴ τοῦ σχηματισμοῦ τοῦ καρποῦ Εὔβ. (Ἄκρ. κ.ἀ.) κ.ἀ.: Τὰ βρῆκι ἕνας λίβας’πάν’ ’ς τοῦ ᾿γγάστρι κὶ τά’καψι Ἄκρ. Συνών. ᾽γγάστρωμα 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA