ἀναγουλίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναγουλίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀναγουλίζω Πόντ. (’Αμισ. ᾿Αργυρόπ. Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ 'Γραπ.) Μέσ. ἀναγουλίζουμαι Καππ. (Φερτ.) ἀναgουλίζ-ζομαι Καλαβρ. (Μπόβ.) Μετοχ. ἀναgουλιμένο Καλαβρ. (Μπόβ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ ἀναγούλα (Ι).

Σημασιολογία

1) ᾿'Εχω τάσιν πρὸς ἐμετόν, ναυτιῶ ἔνθ’ ἀν. : Ἔπεν πολλὰ κρασὶ τιˬ ἀναγουλι’ζ’ νὰ ξερᾷ Ὄφ. Συνών. ἀναγουλεύομαι 1, ἀναγουλιˬάζω 3, ἀνακατεύομαι(ἰδ. ἀνακατεύω), ἀνακατώνομαι (ἰδ. ἀνακατώνω). 2) Ἡ μετοχ. ἀναgουλιμέν =ὁ προξενῶν ἀηδίαν καὶ μεταφ. ἀποτρόπαιος Καλαβρ. (Μπόβ.): Τοῦτο ἔναι ἕνα πρᾶμα ἀναgουλιμένο. Πβ. ἀναγουλιˬαστικός.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/